.

Πώς γίνεται η Μόνα Λίζα να είναι ο πιο αναγνωρίσιμος πίνακας στον κόσμο; Έλαβε παγκόσμια φήμη εξαιτίας της κλοπής της

 

 

Ο Ιταλός καλλιτέχνης Λεονάρντο ντα Βίντσι ξεκίνησε να ζωγραφίζει τη Μόνα Λίζα το έτος 1503 στη Φλωρεντία της Ιταλίας.

Ο πίνακας πήρε το όνομά του από τη Λίζα ντελ Τζοκόντο από την Τοσκάνη και σύζυγος εύπορου έμπορου μεταξιού.

Ήταν παραγγελία για το καινούριο τους σπίτι και για να γιορτάσουν τη γέννηση του δεύτερου γιου τους.

Ο Λεονάρντο ντα Βίντσι ασχολήθηκε επί τέσσερα χρόνια με το έργο, αλλά το άφησε ημιτελές.

Αυτή ήταν μια συνήθης συμπεριφορά του.

 

Συνέχισε να ασχολείται αργότερα με τη Μόνα Λίζα για τρία χρόνια αφότου εγκαταστάθηκε στη Γαλλία και την τελείωσε λίγο πριν πεθάνει το 1519.

Αργότερα, ο βασιλιάς της Γαλλίας Λουδοβίκος ΙΔ΄ μετέφερε το έργο στο Παλάτι των Βερσαλλιών.


 

Μετά τη Γαλλική Επανάσταση, ο Ναπολέοντας την τοποθέτησε στο δωμάτιό του.

Η φήμη του πίνακα αυξήθηκε όταν η Μόνα Λίζα κλάπηκε από το μουσείο του Λούβρου στις 21 Αυγούστου του 1911.

Την επόμενη μέρα, στο σημείο όπου εκτίθονταν η Μόνα Λίζα επί πέντε χρόνια, υπήρχαν μόνο τέσσερις σιδερένιοι πάσσαλοι.

 

Ο υπεύθυνος της ασφάλειας εκείνου του τομέα, νόμιζε πως ο πίνακας φωτογραφιζόταν για εμπορικούς λόγους.

Λίγες ώρες αργότερα, όταν επιβεβαιώθηκε ότι η Μόνα Λίζα δεν βρισκόταν με τους φωτογράφους, το Λούβρο έκλεισε για μια εβδομάδα για να διευκολυνθεί η έρευνα για την κλοπή.

Ο Γάλλος ποιητής Γκιγιώμ Απολλιναίρ, θεωρήθηκε ύποπτος, συνελήφθη και φυλακίστηκε.

 

Ο Απολλιναίρ προσπάθησε να εμπλέξει στην υπόθεση τον φίλο του, Πάμπλο Πικάσο, ο οποίος επίσης ανακρίθηκε, αλλά αργότερα και οι δύο απαλλάχθηκαν των κατηγοριών.

 

Για τα επόμενα χρόνια οι έρευνες περιέπεσαν σε τέλμα, παρότι οι κλέφτες επικυρήχθηκαν με μεγάλα ποσά από το κράτος και ιδιώτες.

Η Μόνα Λίζα έλαβε παγκόσμια φήμη και τεράστια προβολή στις εφημερίδες και τα μέσα όλου του κόσμου εξαιτίας της κλοπής της.

Έγινε αυτόματα ο πιο πολυδιαφημισμένος και πιο αναγνωρίσιμος πίνακας σε όλο τον κόσμο, μια φήμη που διατηρεί ακόμη και σήμερα.

Εκείνη τη χρονική περίοδο επικράτησε η εντύπωση πως ο πίνακας είχε χαθεί οριστικά, η Τζοκόντα είχε κάνει φτερά και πολύς κόσμος πίστευε ότι είχε καταστραφεί.

 

Ωστόσο δύο χρόνια αργότερα ανακαλύφθηκε ο πραγματικός δράστης.

Η Μόνα Λίζα είχε κλαπεί από τον Βιντσέντσο Περούτζια (Vincenzo Peruggia), υπάλληλο του Λούβρου, ο οποίος μπήκε στο μουσείο κάποια στιγμή κατά τη διάρκεια της ημέρας, κρύφτηκε σε μία ντουλάπα και βγήκε από το μουσείο αφού αυτό είχε κλείσει, κρύβοντας τον πίνακα κάτω από το παλτό του.

 

Ο Περούτζια ήταν ένας Ιταλός πατριώτης που πίστευε πως ο πίνακας του Λεονάρντο έπρεπε να επιστραφεί στην Ιταλία και να εκτίθεται σε ιταλικό μουσείο.

Αφού κράτησε τον πίνακα στο διαμέρισμά του για δύο χρόνια, τελικά συνελήφθη όταν προσπάθησε να τον πουλήσει στους διοικητές της πινακοθήκης «Ουφίτσι» στη Φλωρεντία.

Κατά τη διάρκεια της ανάκρισης αποκαλύφθηκε ότι το πραγματικό όνομα του Λεονάρντο Βιτσέντζο ήταν Βιτσέντζο Περούτζια.

 

Ήταν τριάντα ετών με καταγωγή από το Κόμο και για ένα διάστημα είχε δουλέψει ως ξυλουργός στο Λούβρο.

Όταν έγινε γνωστό ότι ο πίνακας ήταν ο αυθεντικός, ένα κύμα συμπάθειας σηκώθηκε υπέρ του Περούτζια.


 

Η κοινή γνώμη θεώρησε την πράξη του πατριωτική, αφού το βασικό του κίνητρο ήταν να φέρει τη Μόνα Λίζα στην πατρίδα της.

Την ίδια γνώμη φαίνεται να είχαν και οι δικαστές, που τον καταδίκασαν σε ολιγόμηνη φυλάκιση.

 

Η Μόνα Λίζα παρέμεινε για ένα μήνα στην Ιταλία, προτού επιστρέψει στη Γαλλία.

Εκτέθηκε στο «Ουφίτσι» και στα μεγαλύτερα μουσεία της Ιταλίας και εκατομμύρια Ιταλών θαύμασαν το αινιγματικό της χαμόγελο.

 

Στις 31 Δεκεμβρίου 1913, 60.000 άνθρωποι την συνόδευσαν στον σιδηροδρομικό σταθμό του Μιλάνου.

Ταξίδεψε σε ειδικά φυλασσόμενο βαγόνι και από τις 4 Ιανουαρίου 1914 εγκαταστάθηκε και πάλι στο Λούβρο, όπου εκτίθεται πλέον κάτω από πρωτοφανή μέτρα ασφαλείας.

 

Η παγκόσμια φήμη που έλαβε με την προβολή της κατά τη διάρκεια της κλοπής της, είχε σαν αποτέλεσμα η Μόνα Λίζα να είναι ακόμη και σήμερα ο πιο αναγνωρίσιμος πίνακας στον κόσμο.